ἐνθυμούμεθα

ἐνθυμούμεθα
ἐνθυμέομαι
lay to heart
pres ind mp 1st pl (attic epic doric)
ἐνθῡμούμεθα , ἐνθυμέομαι
lay to heart
pres ind mp 1st pl (attic epic doric)
ἐνθυμέομαι
lay to heart
imperf ind mp 1st pl (attic epic doric)
ἐνθῡμούμεθα , ἐνθυμέομαι
lay to heart
imperf ind mp 1st pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ενθυμούμαι — (AM ἐνθυμοῡμαι, έομαι και ἐνθυμίζομαι) έχω ή διατηρώ κάτι στην ψυχή μου, στη σκέψη μου, στη μνήμη μου, σκέπτομαι, σταθμίζω με τον νου, αναλογίζομαι, συλλογίζομαι («καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἤ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα», Θουκ.) νεοελλ. μσν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”